- ζεύξεως
- ζεύ̱ξεω̆ς , ζεῦξιςyoking: fem gen sg (attic )
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
ζεύξεως — ζεύ̱ξεω̆ς , ζεῦξις yoking fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άζευτος — η, ο [ζεύω] 1. αυτός που δεν ζεύχθηκε, που δεν τέθηκε κάτω από ζυγό ή δεν είναι επιδεκτικός ζεύξεως, άγριος, ατίθασος 2. (για άλογα) ελευθερωμένος από ζυγό, ξέζευτος, ξεζεμένος 3. (για χωράφια) αζευγάριστος, ανόργωτος … Dictionary of Greek
υδρογέφυρα — η, Ν τεχνικό έργο ζεύξεως χαράδρας για την τοποθέτηση αγωγών ύδρευσης ή άρδευσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + γέφυρα] … Dictionary of Greek